σαφηγορίς

σαφηγορίς
σαφηγορίς
speaking clearly
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαφηγορίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που μιλάει καθαρά, αυτή που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *σαφήγορος (< σάφα / σαφής + ἀγορεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”